- παρεμπλέκω
- Α [εμπλέκω]1. μπλέκω με κάτι ή μεταξύ κάποιων πραγμάτων2. μέσ. παρεμπλέκομαια) μπλέκομαι, μπερδεύομαι με κάτι, περιέχομαι σε κάτιβ) είμαι αναμεμιγμένος σε κάτιγ) εισάγω άνδρες στην τάξη τού στρατεύματος3. αναμιγνύω, ανακατώνω («παρεμπλέκειν τῷ ποτῷ τήν τροφήν», Ορείθ.)4. μτφ. ενυφαίνω («μύθους τῇ ποιήσει παρεμπλέκων», Ευστ.).
Dictionary of Greek. 2013.