παρεμπλέκω

παρεμπλέκω
Α [εμπλέκω]
1. μπλέκω με κάτι ή μεταξύ κάποιων πραγμάτων
2. μέσ. παρεμπλέκομαι
α) μπλέκομαι, μπερδεύομαι με κάτι, περιέχομαι σε κάτι
β) είμαι αναμεμιγμένος σε κάτι
γ) εισάγω άνδρες στην τάξη τού στρατεύματος
3. αναμιγνύω, ανακατώνω («παρεμπλέκειν τῷ ποτῷ τήν τροφήν», Ορείθ.)
4. μτφ. ενυφαίνω («μύθους τῇ ποιήσει παρεμπλέκων», Ευστ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρεμπλοκή — ἡ, ΜΑ [παρεμπλέκω] 1. το να περικλείεται, να συμπεριλαμβάνεται κανείς ή κάτι σε κάτι άλλο 2. (μηχαν.) εμπλοκή τών δοντιών τροχού 3. στρατ. η ένταξη ελαφρώς οπλισμένων στρατιωτών μεταξύ οπλιτών 4. α) παρεμβολή β) διηγηματική παρεμβολή, σύμπλεξη… …   Dictionary of Greek

  • συμπαρεμπλέκω — Α [παρεμπλέκω] παρεμβάλλω συγχρόνως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”